μοστράρω — μοστράρω, μόστραρα και μοστράρισα, μοστραρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek